Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαψιλής η δαψιλής το δαψιλές
      γενική του δαψιλούς* της δαψιλούς του δαψιλούς
    αιτιατική τον δαψιλή τη δαψιλή το δαψιλές
     κλητική δαψιλή(ς) δαψιλής δαψιλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαψιλείς οι δαψιλείς τα δαψιλή
      γενική των δαψιλών των δαψιλών των δαψιλών
    αιτιατική τους δαψιλείς τις δαψιλείς τα δαψιλή
     κλητική δαψιλείς δαψιλείς δαψιλή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαψιλής < αρχαία ελληνική δαψιλής[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ða.psiˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐ψι‐λής

  Επίθετο επεξεργασία

δαψιλής, -ής, -ές (λόγιο)

  1. που διατίθεται σε μεγάλη ποσότητα
     συνώνυμα: αδρός, αφειδής, άφθονος, πλουσιοπάροχος, πλούσιος
     αντώνυμα: ισχνός, πενιχρός, φτωχός
  2. που διαθέτει σε μεγάλη ποσότητα
     συνώνυμα: γενναιόδωρος, μεγαλόδωρος
     αντώνυμα: φειδωλός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δαψιλής τὸ δαψιλές
      γενική τοῦ/τῆς δαψιλοῦς τοῦ δαψιλοῦς
      δοτική τῷ/τῇ δαψιλεῖ τῷ δαψιλεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν δαψιλ τὸ δαψιλές
     κλητική ! δαψιλές δαψιλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δαψιλεῖς τὰ δαψιλ
      γενική τῶν δαψιλῶν τῶν δαψιλῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς δαψιλέσ(ν) τοῖς δαψιλέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δαψιλεῖς τὰ δαψιλ
     κλητική ! δαψιλεῖς δαψιλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δαψιλεῖ τὼ δαψιλεῖ
      γεν-δοτ τοῖν δαψιλοῖν τοῖν δαψιλοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαψιλής < θέμα δαψ- από το ρήμα δάπτω

  Επίθετο επεξεργασία

δαψιλής, -ής, -ές, συγκριτικός:δαψιλέστερος

  1. άφθονος, πλουσιοπάροχος
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 130.5
    ὑποτύπτουσα δὲ αὐτέων ἑκάστη φιάλῃ ‹ἐς› τοῦ χρυσοῦ τὴν θήκην ἐδωρέετο Δημοκήδεα οὕτω δή τι δαψιλέϊ δωρεῇ ὡς τοὺς ἀποπίπτοντας ἀπὸ τῶν φιαλέων στατῆρας ἑπόμενος ὁ οἰκέτης, τῷ οὔνομα ἦν Σκίτων ἀνελέγετο καί οἱ χρῆμα πολλόν τι χρυσοῦ συνελέχθη.
    Τότε εκείνες, βουτώντας η καθεμιά ένα τάσι μέσα στην κασέλα με το χρυσάφι, χάρισαν στον Δημοκήδη τόσο πλούσια δώρα, ώστε ο υπηρέτης που τον ακολουθούσε, Σκίτων τ᾽ όνομά του, σηκώνοντας από κάτω τους στατήρες που έπεφταν από τα τάσια, μάζεψε άφθονα χρυσά νομίσματα.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 4.2
    ἐπιτήδεια δ᾽ ἦν δαψιλῆ.
    Όσο για τα τρόφιμα ήταν άφθονα.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 72.7
    ἂν οὖν κελεύῃ, μονιμώτατον ἀγαλμάτων αὐτῷ καὶ περιφανέστατον ἐξεργάσεσθαι τὸν Ἄθων, τῇ μὲν ἀριστερᾷ χειρὶ περιλαμβάνοντα μυρίανδρον πόλιν οἰκουμένην, τῇ δὲ δεξιᾷ σπένδοντα ποταμοῦ ῥεῦμα δαψιλὲς εἰς τὴν θάλασσαν ἀπορρέοντος.
    Αν λοιπόν τον διατάξει, θα σμίλευε τον Άθω και θα τον μεταμόρφωνε για χάρη του στο πιο μόνιμο και λαμπρό άγαλμα, να κρατά στο αριστερό χέρι μια πόλη κατοικημένη από δέκα χιλιάδες κατοίκους και με το δεξί να κάνει σπονδή από ποτάμι με άφθονα νερά, που θα κατέληγαν στη θάλασσα.
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
  2. (για πρόσωπα) γενναιόδωρος, σπάταλος
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς, 16.5
    ὅθεν οὐχ ἡδὺς ἦν ἐνηλίκοις παισὶν οὐδὲ γυναιξὶ δαψιλὴς χορηγός, ἀλλ᾽ ἐμέμφοντο τὴν ἐφήμερον ταύτην καὶ συνηγμένην εἰς τὸ ἀκριβέστατον δαπάνην,
    Αλλά ο τρόπος αυτός δεν ευχαριστούσε τα παιδιά του, που ήταν πια μεγάλα, ούτε τις γυναίκες του σπιτιού του. Έβλεπαν ότι ο Περικλής δεν ήταν ανοιχτοχέρης και είχαν παράπονο για τον καθημερινό περιορισμό της δαπάνης στα απολύτως αναγκαία
    Μετάφραση (1965): Μιχάλης Οικονόμου @greek‑language.gr
  3. (για χώρο) εκτεταμένος, αχανής

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία