Δείτε επίσης: ἀχανής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχανής η αχανής το αχανές
      γενική του αχανούς* της αχανούς του αχανούς
    αιτιατική τον αχανή την αχανή το αχανές
     κλητική αχανή(ς) αχανής αχανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχανείς οι αχανείς τα αχανή
      γενική των αχανών των αχανών των αχανών
    αιτιατική τους αχανείς τις αχανείς τα αχανή
     κλητική αχανείς αχανείς αχανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχανής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀχανής (αρχαία σημασία: με μεγάλο άνοιγμα) < ἀ- επιτατικό + -χαν- (ἔ-χαν-ον, αόριστος β' του χάσκω) + -ής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.xaˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐χα‐νής

  Επίθετο

επεξεργασία

αχανής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία