χάσκω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χάσκω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χάσκω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxa.sko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐σκω
Ρήμα επεξεργασία
χάσκω, πρτ.: έχασκα, μόνο στο ενεστωτικό θέμα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
- έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη ή απορία ή αφηρημάδα
- ↪ Τι χάσκεις;
- παρουσιάζω ένα απειλητικό άνοιγμα
- ↪ Μπροστά τους έχασκε ο γκρεμός.
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- χάσκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χάσκω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | χάσκω & χαίνω | |
Παρατατικός | ἔχασκον | |
Μέλλοντας | χανοῦμαι | |
Αόριστος | ἔχανον | |
Παρακείμενος | κέχηνα | |
Υπερσυντέλικος | ἐκεχήνειν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα επεξεργασία
χάσκω
- ανοίγω το στόμα διάπλατα, πχ για να καταπιώ κάτι ή από επιθυμία ή θαυμασμό
- (για καρπούς) ανοίγω, σκάζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- χάσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χάσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.