Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάσκω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χάσκω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxa.sko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐σκω

  Ρήμα επεξεργασία

χάσκω, πρτ.: έχασκα, μόνο στο ενεστωτικό θέμα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη ή απορία ή αφηρημάδα
    Τι χάσκεις;
  2. παρουσιάζω ένα απειλητικό άνοιγμα
    Μπροστά τους έχασκε ο γκρεμός.

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  χάσκω & χαίνω 
Παρατατικός  ἔχασκον 
Μέλλοντας  χανοῦμαι 
Αόριστος  ἔχανον 
Παρακείμενος  κέχηνα 
Υπερσυντέλικος  ἐκεχήνειν 
Συντελ.Μέλλ.

  Ρήμα επεξεργασία

χάσκω

  1. ανοίγω το στόμα διάπλατα, πχ για να καταπιώ κάτι ή από επιθυμία ή θαυμασμό
  2. (για καρπούς) ανοίγω, σκάζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία