↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάσμημα τα χασμήματα
      γενική του χασμήματος των χασμημάτων
    αιτιατική το χάσμημα τα χασμήματα
     κλητική χάσμημα χασμήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χάσμημα < αρχαία ελληνική χάσμημα < χασμάομαι / χασμῶμαι < χάσμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάσμημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • χάσμημα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)