Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χασμάομαι < χάσμα

  Ρήμα επεξεργασία

χασμάομαι

  1. μένω για ώρα με ανοιχτό το στόμα
  2. χασμουριέμαι

Συγγενικά επεξεργασία