χασμουριέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χασμουριέμαι < αρχαία ελληνική χασμάομαι-χασμῶμαι
Ρήμα
επεξεργασίαχασμουριέμαι
- ανοίγω πλατιά το στόμα εισπνέοντας και ακολούθως εκπνέω με χαρακτηριστικό ήχο, λόγω κούρασης ή νύστας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χασμουριέμαι
|