εκπνέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκπνέω < αρχαία ελληνική ἐκπνέω < ἐκ + πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pnew- (πνέω, αναπνέω) (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική expirer)
Ρήμα
επεξεργασίαεκπνέω
- (μεταβατικό) βγάζω έξω από τα αναπνευστικά μου όργανα (τους πνεύμονες) αέρα ή αέριο που έχω εισπνεύσει
- εισπνέομε οξυγόνο και εκπνέομε διοξείδιο του άνθρακα
- (μεταφορικά) ξεψυχώ, πεθαίνω, αφήνω την τελευταία πνοή (Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόσωπα και σε συντελεσμένο χρόνο)
- ο τραυματίας εξέπνευσε τις πρώτες πρωινές ώρες
- (κατ’ επέκταση) τελειώνω, λήγω
- λίγο πριν πριν εκπνεύσει η προθεσμία
Συγγενικά
επεξεργασία- εκπνευστικός
- εκπνοή
- → δείτε τις λέξεις εκ και πνέω