Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπνευστικός η εκπνευστική το εκπνευστικό
      γενική του εκπνευστικού της εκπνευστικής του εκπνευστικού
    αιτιατική τον εκπνευστικό την εκπνευστική το εκπνευστικό
     κλητική εκπνευστικέ εκπνευστική εκπνευστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπνευστικοί οι εκπνευστικές τα εκπνευστικά
      γενική των εκπνευστικών των εκπνευστικών των εκπνευστικών
    αιτιατική τους εκπνευστικούς τις εκπνευστικές τα εκπνευστικά
     κλητική εκπνευστικοί εκπνευστικές εκπνευστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπνευστικός < εκπνέω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

εκπνευστικός

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία