Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εισπνευστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εισπνευστικ
ός
η
εισπνευστικ
ή
το
εισπνευστικ
ό
γενική
του
εισπνευστικ
ού
της
εισπνευστικ
ής
του
εισπνευστικ
ού
αιτιατική
τον
εισπνευστικ
ό
την
εισπνευστικ
ή
το
εισπνευστικ
ό
κλητική
εισπνευστικ
έ
εισπνευστικ
ή
εισπνευστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εισπνευστικ
οί
οι
εισπνευστικ
ές
τα
εισπνευστικ
ά
γενική
των
εισπνευστικ
ών
των
εισπνευστικ
ών
των
εισπνευστικ
ών
αιτιατική
τους
εισπνευστικ
ούς
τις
εισπνευστικ
ές
τα
εισπνευστικ
ά
κλητική
εισπνευστικ
οί
εισπνευστικ
ές
εισπνευστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εισπνευστικός
<
εισπνέω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
εισπνευστικός
που έχει
σχέση
με την
εισπνοή
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Αντώνυμα
επεξεργασία
εκπνευστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εισπνευστικός