πνεύμονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πνεύμονας < αρχαία ελληνική πνεύμων
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πνεύμονας αρσενικό
- το καθένα από τα δύο εσωτερικά όργανα της αναπνοής που βρίσκονται στο στήθος των σπονδυλόζωων
- (μεταφορικά) μεγάλη έκταση με πράσινο (πάρκο, άλσος κ.λπ.)
- θα φτιαχτούν νέοι πνεύμονες πρασίνου στην πόλη