πνευμονοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πνευμονοπάθεια < πνεύμον(ας) + -ο- + -πάθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπνευμονοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση των πνευμόνων
Μεταφράσεις
επεξεργασία πνευμονοπάθεια
|
πνευμονοπάθεια θηλυκό
|