Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνευμονο- < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) νεολατινική pneumono-, pneumon- < αρχαία ελληνική πνεύμων[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pev.mo.no/

  Πρόθημα επεξεργασία

πνευμονο-

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία