Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πνευμονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πνευμονικ
ός
η
πνευμονικ
ή
το
πνευμονικ
ό
γενική
του
πνευμονικ
ού
της
πνευμονικ
ής
του
πνευμονικ
ού
αιτιατική
τον
πνευμονικ
ό
την
πνευμονικ
ή
το
πνευμονικ
ό
κλητική
πνευμονικ
έ
πνευμονικ
ή
πνευμονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πνευμονικ
οί
οι
πνευμονικ
ές
τα
πνευμονικ
ά
γενική
των
πνευμονικ
ών
των
πνευμονικ
ών
των
πνευμονικ
ών
αιτιατική
τους
πνευμονικ
ούς
τις
πνευμονικ
ές
τα
πνευμονικ
ά
κλητική
πνευμονικ
οί
πνευμονικ
ές
πνευμονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πνευμονικός
<
πνεύμον(ας)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πνευμονικός, -ή, -ό
που σχετίζεται με τους
πνεύμονες
ή αναφέρεται σε αυτούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πνευμονικός
αγγλικά
:
pulmonary
(en)
γαλλικά
: 1.
pulmonaire
(fr)
2.
pneumonique
(fr)
ιταλικά
:
polmonare
(it)
τουρκικά
:
pulmoner
(tr)