Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνευμονοκονίαση οι πνευμονοκονιάσεις
      γενική της πνευμονοκονίασης* των πνευμονοκονιάσεων
    αιτιατική την πνευμονοκονίαση τις πνευμονοκονιάσεις
     κλητική πνευμονοκονίαση πνευμονοκονιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πνευμονοκονιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνευμονοκονίαση <

πνεύμων (-ονος, καθαρ.) + κόνις (=σκόνη, καθαρ.) + η κατάληξη -αση που δηλώνει λοίμωξη.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πνευμονοκονίαση θηλυκό


Επαγγελματική ασθένεια που οφείλεται αφενός στην εισπνοή, εναπόθεση και συσσώρευση σκόνης μέσα στο πνευμονικό παρέγχυμα και αφετέρου στην αντίδραση του πνευμονικού ιστού στην σκόνη. (Λ. Σιχλετίδης, https://web.archive.org/web/20150615231040/http://www.ethorax.gr/assets/files/books/sexletidis/KEF.%2010%20(81-94).pdf, 26/3/2013)

  Μεταφράσεις επεξεργασία