↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πνευμονογραφικός η πνευμονογραφική το πνευμονογραφικό
      γενική του πνευμονογραφικού της πνευμονογραφικής του πνευμονογραφικού
    αιτιατική τον πνευμονογραφικό την πνευμονογραφική το πνευμονογραφικό
     κλητική πνευμονογραφικέ πνευμονογραφική πνευμονογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πνευμονογραφικοί οι πνευμονογραφικές τα πνευμονογραφικά
      γενική των πνευμονογραφικών των πνευμονογραφικών των πνευμονογραφικών
    αιτιατική τους πνευμονογραφικούς τις πνευμονογραφικές τα πνευμονογραφικά
     κλητική πνευμονογραφικοί πνευμονογραφικές πνευμονογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πνευμονογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pneumographique < pneumographe < αρχαία ελληνική πνεύμων / πλεύμων + γράφω

  Επίθετο

επεξεργασία

πνευμονογραφικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία