πνευμονορραγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πνευμονορραγία < πνεύμον(ας) + -ο- + -ρραγία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πνευμονορραγία θηλυκό
- απώλεια αίματος (αιμορραγία) από τους πνεύμονες
Μεταφράσεις επεξεργασία
πνευμονορραγία
|