πνευμονολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πνευμονολογικός < πνευμονολογ(ία) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
πνευμονολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την πνευμονολογία
- πνευμονολογική κλινική
Μεταφράσεις επεξεργασία
πνευμονολογικός
|