lung
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lung | lungs |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlung (en)
- (ανατομία) ο πνεύμονας, το πνευμόνι
- ⮡ His lungs had been affected by cancer.
- Τα πνευμόνια του είχαν προσβληθεί από καρκίνο.
- ⮡ His lungs had been affected by cancer.
Πηγές
επεξεργασία
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlung (ro)