- expirer < λατινική exspirare
- ΔΦΑ : /ɛks.pi.ʁe/
- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
expirer (fr)
- εκπνέω, βγάζω τον αέρα από τα πνευμόνια μου
- ≈ συνώνυμα: exhaler, souffler
- ≠ αντώνυμα: aspirer, inspirer
- εκπνέω, πεθαίνω, ξεψυχώ
- ≈ συνώνυμα: agoniser, mourir, s'éteindre
- ≠ αντώνυμα: naître
- εκπνέω, εξαφανίζομαι
- ≈ συνώνυμα: disparaître, se dissiper, s'évanouir
- λήγω
- ≈ συνώνυμα: finir
- ≠ αντώνυμα: commencer