Ουσιαστικό

επεξεργασία

expiration (en) (μη μετρήσιμο)

  • η λήξη, η εκπνοή
    ⮡  The subscription doesn’t automatically renew upon its expiration.
    Η συνδρομή δεν ανανεώνεται αυτόματα με τη λήξη της.



  Ετυμολογία

επεξεργασία
expiration < λατινική expiratio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛks.pi.ʁa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
expiration expirations

expiration (fr) θηλυκό

  1. η εκπνοή
    → δείτε τη λέξη  haleine
  2. η λήξη
     συνώνυμα: échéance, fin, terme

Συγγενικά

επεξεργασία