expiration
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαexpiration (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛks.pi.ʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
expiration | expirations |
expiration (fr) θηλυκό