échéance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
échéance | échéances |
échéance (fr) θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- à brève échéance - βραχυπρόθεσμα
- à longue échéance - μακροπρόθεσμα
ενικός | πληθυντικός |
échéance | échéances |
échéance (fr) θηλυκό