Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
fin
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Ετυμολογία
2.2
Προφορά
2.3
Ουσιαστικό
2.4
Επίθετο
2.4.1
Συγγενικά
3
Ολλανδικά
(nl)
3.1
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
fin
(en)
πτερύγιο
(
ψαριού
, δελφινιού
κ.λπ.
)
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
fin
<
λατινική
finis
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
fɛ̃
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
ομόηχα
:
faim
,
feint
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
fin
fins
fin
(fr)
θηλυκό
το
τέλος
, το
πέρας
, η
λήξη
≈
συνώνυμα
:
limite
,
terme
≠
αντώνυμα
:
commencement
,
début
ο
σκοπός
Επίθετο
επεξεργασία
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
fin
fins
θηλυκό
fine
fines
fin
(fr)
ψιλός
,
λεπτός
,
λιανός
pluie
fine
- ψιλή βροχή, ψιλόβροχο
≈
συνώνυμα
:
mince
≠
αντώνυμα
:
épais
,
gros
(
για χαρακτήρα
)
λεπτός
,
εκλεπτυσμένος
(
οικείο
)
έξυπνος
Συγγενικά
επεξεργασία
finesse
Ολλανδικά
(nl)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
fin
(nl)
(
εθνικό όνομα
)
Φινλανδός