Ουσιαστικό

επεξεργασία

fin (en)



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fin fins

fin (fr) θηλυκό

  1. το τέλος, το πέρας, η λήξη
     συνώνυμα: limite, terme
     αντώνυμα: commencement, début
  2. ο σκοπός