Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɪns/

mince (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mince minces

mince (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. λεπτός
     συνώνυμα: fin
     αντώνυμα: épais
  2. λιγνός, λιανός
     συνώνυμα: maigre
     αντώνυμα: fort, gros
  3. (μεταφορικά) ασήμαντος
     συνώνυμα: insignifiant, négligeable
  4. (μεταφορικά) μικρός
     συνώνυμα: petit

  Επιφώνημα

επεξεργασία

mince (fr)

  • επιφώνημα έκπληξης (συχνά χρησιμοποιείται ευφημιστικά στη θέση του χυδαίου merde)

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mince (cs)