Ετυμολογία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
maigre maigres

maigre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. λιγνός
  2. ισχνός
  3. νηστίσιμος
  4. ξερακιανός

Ουσιαστικό

επεξεργασία