Ετυμολογία

επεξεργασία
maigre < λατινική macrum, ουδέτερο του macer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɛɡʁ/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
maigre maigres

maigre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. λιγνός
  2. ισχνός
  3. νηστίσιμος
  4. ξερακιανός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
maigre maigres

maigre (fr) αρσενικό

  1. είδος εύγευστου ψαριού
     συνώνυμα: sciène

Συγγενικά

επεξεργασία