Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
maigre
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά
(fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.4
Ουσιαστικό
1.4.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
maigre
<
λατινική
macrum
,
ουδέτερο
του
macer
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
mɛɡʁ
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
maigre
maigres
maigre
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
λιγνός
ισχνός
νηστίσιμος
ξερακιανός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
maigre
maigres
maigre
(fr)
αρσενικό
είδος εύγευστου
ψαριού
≈
συνώνυμα
:
sciène
Συγγενικά
επεξεργασία
amaigrir
amaigrissant
-
amaigrissante
amaigrissement
démaigrir
démaigrissement
maigrelet
-
maigrelette
maigrement
maigreur
maigrichon
-
maigrichonne
maigriot
-
maigriotte
maigrir