amaigrissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
amaigrissement | amaigrissements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
amaigrissement (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη maigre
ενικός | πληθυντικός |
amaigrissement | amaigrissements |
amaigrissement (fr) αρσενικό