Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νηστίσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νηστίσιμ
ος
η
νηστίσιμ
η
το
νηστίσιμ
ο
γενική
του
νηστίσιμ
ου
της
νηστίσιμ
ης
του
νηστίσιμ
ου
αιτιατική
τον
νηστίσιμ
ο
τη
νηστίσιμ
η
το
νηστίσιμ
ο
κλητική
νηστίσιμ
ε
νηστίσιμ
η
νηστίσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νηστίσιμ
οι
οι
νηστίσιμ
ες
τα
νηστίσιμ
α
γενική
των
νηστίσιμ
ων
των
νηστίσιμ
ων
των
νηστίσιμ
ων
αιτιατική
τους
νηστίσιμ
ους
τις
νηστίσιμ
ες
τα
νηστίσιμ
α
κλητική
νηστίσιμ
οι
νηστίσιμ
ες
νηστίσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νηστίσιμος
< (
ελληνιστική κοινή
)
νήστιμος
+
-σιμος
<
αρχαία ελληνική
νῆστις
Επίθετο
επεξεργασία
νηστίσιμος
που μπορεί να φάει
όποιος
νηστεύει
Συνώνυμα
επεξεργασία
σαρακοστιανός
Αντώνυμα
επεξεργασία
αρτυμένος
αρτύσιμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νηστίσιμος
γαλλικά
:
maigre
(fr)