Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

νηστίσιμα ουδέτερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νηστίσιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα νηστίσιμα φαγητά

Συνώνυμα επεξεργασία

νηστίσιμα

  Επίρρημα επεξεργασία

  1. νηστεύοντας