νηστίσιμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανηστίσιμα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νηστίσιμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίανηστίσιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα νηστίσιμα φαγητά
Συνώνυμα
επεξεργασίανηστίσιμα
Επίρρημα
επεξεργασία- νηστεύοντας