σαρακοστιανά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σαρακοστιανά | ||
γενική | των | σαρακοστιανών | ||
αιτιατική | τα | σαρακοστιανά | ||
κλητική | σαρακοστιανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίασαρακοστιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σαρακοστιανός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαρακοστιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα νηστίσιμα φαγητά που τρώγονται την Καθαρά Δευτέρα ή κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαρακοστιανά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασαρακοστιανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σαρακοστιανός