Σαρακοστή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σαρακοστή | ||
γενική | της | Σαρακοστής | ||
αιτιατική | τη | Σαρακοστή | ||
κλητική | Σαρακοστή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Σαρακοστή < Μεγάλη Σαρακοστή
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σαρακοστή θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Σαρακοστή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Σαρακοστή
|