Σαρακοστή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σαρακοστή | ||
γενική | της | Σαρακοστής | ||
αιτιατική | τη | Σαρακοστή | ||
κλητική | Σαρακοστή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σαρακοστή < Μεγάλη Σαρακοστή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣαρακοστή θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- Λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή;: για κάποιον που εμφανίζεται ευκαίρως ακαίρως σε δημόσιες εκδηλώσεις, σε παρέες, συγκεντρώσεις κ.α.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Σαρακοστή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σαρακοστή
|