Μεγάλη Σαρακοστή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μεγάλη Σαρακοστή | οι | Μεγάλες Σαρακοστές |
γενική | της | Μεγάλης Σαρακοστής | των | Μεγάλων Σαρακοστών |
αιτιατική | τη | Μεγάλη Σαρακοστή | τις | Μεγάλες Σαρακοστές |
κλητική | Μεγάλη Σαρακοστή | Μεγάλες Σαρακοστές | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΜεγάλη Σαρακοστή θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Μεγάλη Σαρακοστή
|