σαρακοστιανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασαρακοστιανός, -ή, -ό
- (για φαγητό) που τρώγεται κατά τη διάρκεια της σαρακοστής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαρακοστιανός
|