↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρακοστιανός η σαρακοστιανή το σαρακοστιανό
      γενική του σαρακοστιανού της σαρακοστιανής του σαρακοστιανού
    αιτιατική τον σαρακοστιανό τη σαρακοστιανή το σαρακοστιανό
     κλητική σαρακοστιανέ σαρακοστιανή σαρακοστιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρακοστιανοί οι σαρακοστιανές τα σαρακοστιανά
      γενική των σαρακοστιανών των σαρακοστιανών των σαρακοστιανών
    αιτιατική τους σαρακοστιανούς τις σαρακοστιανές τα σαρακοστιανά
     κλητική σαρακοστιανοί σαρακοστιανές σαρακοστιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαρακοστιανός < σαρακοστή +-ιανός

  Επίθετο

επεξεργασία

σαρακοστιανός, -ή, -ό

  • (για φαγητό) που τρώγεται κατά τη διάρκεια της σαρακοστής

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία