σαρακοστιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασαρακοστιάτικος, -η, -ο
- που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της σαρακοστής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σαρακοστιάτικα
- → δείτε τις λέξεις Σαρακοστή και σαράντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαρακοστιάτικος
|