Ετυμολογία

επεξεργασία
νῆστις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νῆστις αρσενικό ή θηλυκό

  1. νηστικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νῆστις αρσενικό

  1. είδος λαίμαργου ψαριού

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νῆστις θηλυκό

  1. το τμήμα του λεπτού εντέρου από τον δωδεκαδάχτυλο μέχρι τον ειλεό