αρτύσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρτύσιμος < αρτύνω < αρχαία ελληνική ἀρτύνω / ἀρτύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ar-tu- (συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ἀραρίσκω)
Επίθετο επεξεργασία
αρτύσιμος, -η, -ο
- μη νηστίσιμος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αρτύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρτύσιμος
|