Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρτυμένος η αρτυμένη το αρτυμένο
      γενική του αρτυμένου της αρτυμένης του αρτυμένου
    αιτιατική τον αρτυμένο την αρτυμένη το αρτυμένο
     κλητική αρτυμένε αρτυμένη αρτυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρτυμένοι οι αρτυμένες τα αρτυμένα
      γενική των αρτυμένων των αρτυμένων των αρτυμένων
    αιτιατική τους αρτυμένους τις αρτυμένες τα αρτυμένα
     κλητική αρτυμένοι αρτυμένες αρτυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρτυμένος < μεσαιωνική ελληνική αρτυμένος < αρχαία ελληνική ἠρτυμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀρτύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ar-tu-

  Μετοχή επεξεργασία

αρτυμένος

  1. καρυκευμένος
  2. αρτύσιμος
     αντώνυμα: νηστίσιμος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία