↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρυκευμένος η καρυκευμένη το καρυκευμένο
      γενική του καρυκευμένου της καρυκευμένης του καρυκευμένου
    αιτιατική τον καρυκευμένο την καρυκευμένη το καρυκευμένο
     κλητική καρυκευμένε καρυκευμένη καρυκευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρυκευμένοι οι καρυκευμένες τα καρυκευμένα
      γενική των καρυκευμένων των καρυκευμένων των καρυκευμένων
    αιτιατική τους καρυκευμένους τις καρυκευμένες τα καρυκευμένα
     κλητική καρυκευμένοι καρυκευμένες καρυκευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρυκευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καρυκεύω

καρυκευμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία