Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρυκεύω < ελληνιστική κοινή καρυκεύω < καρύκη

  Ρήμα επεξεργασία

καρυκεύω

  1. (κυριολεκτικά) προσθέτω καρύκευμα σε φαγητό
  2. (μεταφορικά) εμπλουτίζω η στολίζω το λόγο μου με ευφυολογήματα και ανάλαφρες «πινελιές»

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία