Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρύκευμα τα καρυκεύματα
      γενική του καρυκεύματος των καρυκευμάτων
    αιτιατική το καρύκευμα τα καρυκεύματα
     κλητική καρύκευμα καρυκεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρύκευμα < ελληνιστική κοινή καρύκευμα < καρυκεύω < καρύκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρύκευμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία