• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καρύκευμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρύκευμα τα καρυκεύματα
      γενική του καρυκεύματος των καρυκευμάτων
    αιτιατική το καρύκευμα τα καρυκεύματα
     κλητική καρύκευμα καρυκεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καρύκευμα < ελληνιστική κοινή καρύκευμα < καρυκεύω < καρύκη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρύκευμα ουδέτερο

  • (γαστρονομία) ουσία (π.χ. φύλλα από φυτό, σάλτσα) που προστίθεται στο φαγητό για τη γεύση ή τη μυρωδιά του

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη καρυκεύω

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • καρύκευμα στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    καρύκευμα
  • αγγλικά : condiment (en)
  • γαλλικά : condiment (fr), assaisonnement (fr)
  • γερμανικά : Gewürz (de), Würze (de)
  • ισπανικά : especia (es)
  • πολωνικά : przyprawa (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καρύκευμα&oldid=5481282"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 23:38

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 23:38.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας