μυρωδιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυρωδιά | οι | μυρωδιές |
γενική | της | μυρωδιάς | των | μυρωδιών |
αιτιατική | τη | μυρωδιά | τις | μυρωδιές |
κλητική | μυρωδιά | μυρωδιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μυρωδιά < μεσαιωνική ελληνική μυρωδιά / μυρωδία < ελληνιστική κοινή μυρώδης < αρχαία ελληνική μύρον
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μυρωδιά θηλυκό
- ιδιαίτερο χαρακτηριστικό υλικών σωμάτων που γίνεται αντιληπτό με την αίσθηση της όσφρησης κατά τρόπο ευχάριστο ή δυσάρεστο
- (μεταφορικά) ψήγμα γνώσης, νύξη, ψύλλιασμα, μία ισχνή ιδέα (πχ. για το τι συμβαίνει)
- (μεταφορικά) ακαθόριστη ή ελάχιστη ιδέα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- παίρνω μυρωδιά: αντιλαμβάνομαι ή απολαμβάνω κάτι, αλλά πολύ λίγο
- ένα χρόνο κάνει αγγλικά και δεν έχει πάρει μυρωδιά ακόμα (δεν έχει μάθει τίποτα)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μυρωδιά
ψύλλιασμα
→ δείτε τη λέξη ψύλλιασμα |