Δείτε επίσης: ἄρωμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άρωμα τα αρώματα
      γενική του αρώματος των αρωμάτων
    αιτιατική το άρωμα τα αρώματα
     κλητική άρωμα αρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

άρωμα ουδέτερο

  1. η ευχάριστη μυρωδιά
     συνώνυμα: μοσχοβολιά, ευωδία
      όταν οι γυναίκες έψηναν ψωμί στους φούρνους των σπιτιών τους, όλη η γειτονιά γέμιζε αρώματα
  2. παρασκεύασμα με ευχάριστη μυρωδιά, που χρησιμοποιείται από άνδρες και γυναίκες ως καλλυντικό
      η γνωστή ηθοποιός δήλωνε ότι κοιμόταν φορώντας μόνο το άρωμά της

Εκφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία