• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ψύλλιασμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψύλλιασμα τα ψυλλιάσματα
      γενική του ψυλλιάσματος των ψυλλιασμάτων
    αιτιατική το ψύλλιασμα τα ψυλλιάσματα
     κλητική ψύλλιασμα ψυλλιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ψύλλιασμα < ψυλλιάζω ή ψυλλιάζομαι + -μα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ψύλλιασμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα τού ψυλλιάζω ή τού ψυλλιάζομαι

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ψύλλος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ψύλλιασμα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ψύλλιασμα&oldid=5529901"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 10:44
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 10:44.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie