ψυλλιάζομαι, πρτ.: ψυλλιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα ψυλλιαστώ, αόρ.: ψυλλιάστηκα, μτχ.π.π.: ψυλλιασμένος, (ενεργ.: ψυλλιάζω)

  1. → δείτε τη λέξη ψυλλιάζω
  2. υποψιάζομαι, έχω υπόνοιες
    ⮡  καλά τον είχα ψυλλιαστεί εγώ τι μπαμπέσης άνθρωπος είναι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία