ψυλλιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψυλλιάζομαι, πρτ.: ψυλλιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα ψυλλιαστώ, αόρ.: ψυλλιάστηκα, μτχ.π.π.: ψυλλιασμένος, (ενεργ.: ψυλλιάζω)
- → δείτε τη λέξη ψυλλιάζω
- υποψιάζομαι, έχω υπόνοιες
- ⮡ καλά τον είχα ψυλλιαστεί εγώ τι μπαμπέσης άνθρωπος είναι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυλλιάζομαι