Δείτε επίσης: ὑπόνοια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπόνοια οι υπόνοιες
      γενική της υπόνοιας των υπονοιών
    αιτιατική την υπόνοια τις υπόνοιες
     κλητική υπόνοια υπόνοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόνοια < αρχαία ελληνική ὑπόνοια < ὑπονοέω / ὑπονοῶ < νόος / νοῦς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈpo.ni.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπόνοια θηλυκό

  1. η ιδέα, η άποψη ή η σκέψη που δεν αποδεικνύεται ακριβώς, απλώς στηρίζεται σε ενδείξεις
     συνώνυμα: η εικασία, η υποψία
  2. η αβεβαιότητα, η αμφιβολία
  3. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) η ελάχιστη ποσότητα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία