podejrzenie
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | podejrzenie | podejrzenia |
γενική | podejrzenia | podejrzeń |
δοτική | podejrzeniu | podejrzeniom |
αιτιατική | podejrzenie | podejrzenia |
οργανική | podejrzeniem | podejrzeniami |
τοπική | podejrzeniu | podejrzeniach |
κλητική | podejrzenie | podejrzenia |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpodejrzenie (pl) ουδέτερο