Ετυμολογία

επεξεργασία
soupçon < παλαιά γαλλική sospeçon < λατινική suspectio < λατινική suspicio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sup.sɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
soupçon soupçons

soupçon (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία