soupçonneux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- soupçonneux < soupçon
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soupçonneux | soupçonneux |
θηλυκό | soupçonneuse | soupçonneuses |
soupçonneux (fr)
- καχύποπτος, γεμάτος υποψίες, φιλύποπτος