Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καχύποπτος η καχύποπτη το καχύποπτο
      γενική του καχύποπτου της καχύποπτης του καχύποπτου
    αιτιατική τον καχύποπτο την καχύποπτη το καχύποπτο
     κλητική καχύποπτε καχύποπτη καχύποπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καχύποπτοι οι καχύποπτες τα καχύποπτα
      γενική των καχύποπτων των καχύποπτων των καχύποπτων
    αιτιατική τους καχύποπτους τις καχύποπτες τα καχύποπτα
     κλητική καχύποπτοι καχύποπτες καχύποπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καχύποπτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καχύποπτος < (κακός) καχ- + ὕποπτος < ὕπό + ὀπτός < ὄψομαι

  Επίθετο επεξεργασία

καχύποπτος, -η, -ο

  1. που υποψιάζεται όλους για όλα όσα κάνουν, που ερμηνεύει κάθε ενέργεια ως εχθρική και ποτέ δεν βλέπει καλούς σκοπούς
  2. που φανερώνει καχυποψία
    ※  Τα μάτια της καλόγριας, καχύποπτα, εξέτασαν την Ιωάννα από πάνω μέχρι κάτω. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

καχύποπτος < (κακός) καχ- + ὕποπτος < ὕπό + ὀπτός < ὄψομαι

  Επίθετο επεξεργασία

καχύποπτος

  Πηγές επεξεργασία