καχύποπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καχύποπτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καχύποπτος < (κακός) καχ- + ὕποπτος < ὕπό + ὀπτός < ὄψομαι
Επίθετο
επεξεργασίακαχύποπτος, -η, -ο
- που υποψιάζεται όλους για όλα όσα κάνουν, που ερμηνεύει κάθε ενέργεια ως εχθρική και ποτέ δεν βλέπει καλούς σκοπούς
- που φανερώνει καχυποψία
- ※ Τα μάτια της καλόγριας, καχύποπτα, εξέτασαν την Ιωάννα από πάνω μέχρι κάτω. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καχύποπτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαχύποπτος
Πηγές
επεξεργασία- καχύποπτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καχύποπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.