Δείτε επίσης: οπτός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὀπτός ὀπτή τὸ ὀπτόν
      γενική τοῦ ὀπτοῦ τῆς ὀπτῆς τοῦ ὀπτοῦ
      δοτική τῷ ὀπτ τῇ ὀπτ τῷ ὀπτ
    αιτιατική τὸν ὀπτόν τὴν ὀπτήν τὸ ὀπτόν
     κλητική ! ὀπτέ ὀπτή ὀπτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὀπτοί αἱ ὀπταί τὰ ὀπτᾰ́
      γενική τῶν ὀπτῶν τῶν ὀπτῶν τῶν ὀπτῶν
      δοτική τοῖς ὀπτοῖς ταῖς ὀπταῖς τοῖς ὀπτοῖς
    αιτιατική τοὺς ὀπτούς τὰς ὀπτᾱ́ς τὰ ὀπτᾰ́
     κλητική ! ὀπτοί ὀπταί ὀπτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀπτώ τὼ ὀπτᾱ́ τὼ ὀπτώ
      γεν-δοτ τοῖν ὀπτοῖν τοῖν ὀπταῖν τοῖν ὀπτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ὀπτός < αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε από το ρήμα ὀπτάω, είτε κατ' άλλη άποψη, το ὀπτάω από το ρηματικό επίθετο ὀπτός. Μορφολογικά αναλύεται σε θέμα ὀπ- (< ?) + -τός
Πιθανή η σύνδεση με το όψον. Δεν είναι πιθανή η σύνδεση με το ἕψω και δε συνδέεται με το πέσσω (χωνεύω) [1]
Και ουσιαστικοποιημένο στον πληθυντικό του ουδέτερου.

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀπτός, -ή, -όν, υπερθετικός: ὀπτότατος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

ὀπτός (αρχαία ελληνικά) στη σημασία «ψημένος»

μεσαιωνικά ελληνικά: ὀφτός
νέα ελληνικά: οφτός (ιδιωματικό)
νέα ελληνικά: οπτός

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ὀπτός < θέμα ὀπ- (< αρχαία ελληνική ὄψ (μάτι, πρόσωπο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ekʷ- (βλέπω) (βλ. ὁράω / ὁρῶ)

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀπτός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ὄψ στη σημασία «πρόσωπο», «μάτι» → δείτε και τη λέξη ὄπωπα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ὀπτάω σελ. 1093 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.