↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψημένος η ψημένη το ψημένο
      γενική του ψημένου της ψημένης του ψημένου
    αιτιατική τον ψημένο την ψημένη το ψημένο
     κλητική ψημένε ψημένη ψημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψημένοι οι ψημένες τα ψημένα
      γενική των ψημένων των ψημένων των ψημένων
    αιτιατική τους ψημένους τις ψημένες τα ψημένα
     κλητική ψημένοι ψημένες ψημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ψήνω

ψημένος αρσενικό, ψημένη θηλυκό, ψημένο ουδέτερο

  1. → δείτε τη λέξη ψήνομαι
    το φαγητό είναι ψημένο εδώ και ώρα
    γυναίκες ψημένες από τον ήλιο και τη σκληρή δουλειά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία