cook
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cook | cooks |
cook (en)
- ο μάγειρας, η μαγείρισσα
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | cook |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cooks |
αόριστος | cooked |
παθητική μετοχή | cooked |
ενεργητική μετοχή | cooking |
cook (en)
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «cook-» (αγγλικά)